ΤΟΜΟΣ 47
ΤΕΥΧΟΣ 3 – 1
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΕΙΑ
Μ. ΓΑΒΡΙΗΛΟΓΛΟΥ, Π. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, Α. ΒΛΑΣΣΗ, Α. ΔΕΛΑΝΤΩΝΗ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 073-080
Σκοπός: του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει τη σπουδαιότητα του ζητήματος της σωστής διαχείρισης των οδοντιατρικών αποβλήτων και να παρουσιάσει πρακτικές που πρέπει να εφαρμόζονται στην καθημερινή οδοντιατρική πράξη, σύμφωνα με την τρέχουσα νομοθεσία. Υλικά και Μέθοδοι: Η διαχείριση των αποβλήτων ενός οδοντιατρείου είναι μια διαδικασία που ο οδοντίατρος καλείται να φέρει εις πέρας καθημερινά. Η απόρριψη όλων όσων απέμειναν μετά από μια οδοντιατρική πράξη μοιάζει κάτι εύκολο που γίνεται με αυτοματοποιημένες κινήσεις. Όμως στην πραγματικότητα η διαχείριση των αποβλήτων αποτελεί ένα μείζονος σημασίας ζήτημα για τον οδοντίατρο ο οποίος απαιτείται να κατέχει άριστη γνώση όλων των κανόνων και των αρχών που την διέπουν. Στο πλαίσιο διερεύνησης του τρόπου με τον οποίο ορισμένοι φοιτητές εφαρμόζουν, κατά την κλινική τους άσκηση τις αρχές που διδάχθηκαν θεωρητικά, έγινε μια μικρής κλίμακας αποτύπωση του περιεχομένου των κάδων απόρριψης αποβλήτων, σε ορισμένες κλινικές. Διαπιστώθηκε πως ορισμένοι φοιτητές δεν ακολουθούν στο βαθμό που θα έπρεπε τις αρχές διαχωρισμού των αποβλήτων από τα απορρίμματα, στον τόπο παραγωγής τους κατά την κλινική τους άσκηση. Συμπεράσματα: Οι οδοντίατροι πρέπει να ενημερώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την ισχύουσα νομοθεσία. Είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στη διαχείριση των αποβλήτων κατά την εκπαίδευση των οδοντιάτρων και να ενημερώνονται κατά την επαγγελματική πορεία συνεχώς επί του θέματος.
ΤΕΥΧΟΣ 3 – 2
ΣΤΟΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΟΥΣ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1 ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Κ. ΚΑΡΑΣΕΡΙΔΗΣ, Α. ΔΕΡΜΑΤΑ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 081-088
Η παρούσα μελέτη έχει ως σκοπό τη βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με τον σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου 1, τις στοματικές εκδηλώσεις του σε παιδιά και εφήβους και την αντιμετώπιση των ασθενών αυτών στην οδοντιατρική πράξη. Ο ΣΔ τύπου 1 είναι μία χρόνια αυτοάνοση μεταβολική ασθένεια, με πρόωρη εκδήλωση, κυρίως στην παιδική ηλικία. Οι επιπλοκές της νόσου είναι πολλές και επηρεάζουν διάφορα όργανα του σώματος. Ένα απ’ αυτά είναι και η στοματική κοιλότητα. Η σχέση μεταξύ ΣΔ 1 και χρόνιας ουλίτιδας είναι σχεδόν πλήρως διευκρινισμένη. Τα αυξημένα επίπεδα μικροβιακής πλάκας και η αυξημένη φλεγμονή των ούλων έχουν ως αποτέλεσμα την υψηλή συχνότητα εμφάνισης ουλίτιδας στα διαβητικά παιδιά. Σχετικά αυξημένος είναι και ο κίνδυνος εμφάνισης περιοδοντίτιδας στις ηλικίες αυτές. Αντίθετα, αποσαφηνισμένη παραμένει η σχέση ανάμεσα στον ΣΔ 1 και την τερηδόνα με άλλοτε αυξημένη και άλλοτε μειωμένη συχνότητα εμφάνισης στην ομάδα των ασθενών αυτών. Η τερηδόνα, επίσης, έχει συσχετιστεί με παράγοντες, όπως είναι η στοματική υγιεινή, η διατροφή και το επίπεδο του μεταβολικού ελέγχου της ασθένειας. Όσον αφορά το σάλιο, έχουν επιβεβαιωθεί ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές, σχετιζόμενες με τον ΣΔ 1. Η μειωμένη ροή, η μειωμένη ρυθμιστική ικανότητα, το χαμηλό pH και η αυξημένη συγκέντρωση γλυκόζης είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορεί να αποτελούν την αιτία της αυξημένης συχνότητας τερηδόνας σε κάποιους διαβητικούς ασθενείς. Για την αντιμετώπιση των παιδιών αυτών στην οδοντιατρική καρέκλα έχουν γίνει πολλές αναφορές. Οι πρωινές συνεδρίες, αφού έχει ληφθεί το πρωινό γεύμα και η ινσουλινική θεραπεία, και η επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό είναι μερικούς από τους παράγοντες, που συμβάλλουν στη βέλτιστη παροχή οδοντιατρικής φροντίδας και στη διατήρηση καλής στοματικής υγείας, χωρίς την εμφάνιση επιπλοκών, όπως είναι η υπογλυκαιμική κρίση.
ΤΕΥΧΟΣ 3 – 3
ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΝΤΙΤΙΔΑ
Ν. ΓΙΑΒΡΟΥΤΑ, Ι. ΒΟΥΡΟΣ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 089-098
Η παρούσα ανασκόπηση αποσκοπεί στη διερεύνηση και παρουσίαση δημοσιευμένων άρθρων σχετικά με την παθογένεια του μεταβολικού συνδρόμου και τη συσχέτισή του με την περιοδοντίτιδα, ώστε να διευκρινιστεί η ακριβής αλληλεπίδρασή τους. Το μεταβολικό σύνδρομο (Μets) είναι οργανικό σύνδρομο και χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο επιμέρους μεταβολικών διαταραχών, που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακών παθήσεων (CVD), έχοντας ως κύρια χαρακτηριστικά την αντίσταση στην ινσουλίνη, την παχυσαρκία, την υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία. Η συνύπαρξη των προαναφερθέντων μεταβολικών δυσλειτουργιών δρα αρνητικά στον ανθρώπινο οργανισμό και οδηγεί σε αυξημένη εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων, διαβήτη ή ακόμα και πρόωρων θανάτων. Αντίστοιχα, η περιοδοντίτιδα είναι μια φλεγμονώδης νόσος των στηρικτικών ιστών του περιοδοντίου, μικροβιακής αιτιολογίας, που προοδευτικά οδηγεί στην καταστροφή τους. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ περιοδοντίτιδας και μεταβολικού συνδρόμου έχουν διερευνηθεί κατά βάση με μελέτες διατομής. H υποτιθέμενη σύνδεσή τους μπορεί να σχετίζεται με κοινούς παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων γενετικών πολυμορφισμών, παραγόντων συμπεριφοράς όπως το κάπνισμα, η διατροφή, η σωματική άσκηση, καθώς και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. Οι βασικοί, ωστόσο, μηχανισμοί της σύνδεσής τους περιλαμβάνουν τις προφλεγμονώδεις κυτοκίνες και το οξειδωτικό στρες. Οι κυτοκίνες, όπως η IL-6, ο TNF-α, η αυξημένη C –αντιδρώσα πρωτεΐνη, επάγουν τις διαδικασίες φλεγμονής και συνυπάρχουν τόσο στην περιοδοντίτιδα όσο και στο μεταβολικό σύνδρομο. Tο οξειδωτικό στρες σχετίζεται με την παραγωγή ελεύθερων ριζών οξυγόνου που οδηγούν σε μια προφλεγμονώδη κατάσταση και ευνοούν την εγκατάσταση ή και εξέλιξη των δύο νόσων.
ΤΕΥΧΟΣ 3 – 4
ΙΑΤΡΟΓΕΝΕΙΣ ΒΛΑΒΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΦΑΤΝΙΑΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΟΜΑΤΟΣ.ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Μ. ΧΑΪΤΙΔΟΥ, Μ. ΣΙΔΕΡΗ, Ε. ΧΟΝΔΡΟΝΙΚΟΛΑ, Θ. ΔΕΡΒΙΣΟΓΛΟΥ, Β. ΚΥΡΟΣ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 099-106
Εισαγωγή: Η βλάβη του κάτω φατνιακού νεύρου αποτελεί μία σοβαρή ιατρογενούς φύσεως επιπλοκή, η οποία μπορεί να προκληθεί κατά τη διάρκεια πολλών οδοντιατρικών πράξεων, εκ των οποίων, συχνότερες είναι οι διαδικασίες χειρουργικής στόματος. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να γίνει μία ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την ανατομία και την πορεία του κάτω φατνιακού νεύρου στην περιοχή της κάτω γνάθου και την καταγραφή των περιπτώσεων στις οποίες ενδεχομένως να προκληθεί τρώση και βλάβη του νεύρου. Αποτελέσματα: Ιατρογενείς βλάβες μπορούν να προκύψουν από συμβάματα κατά την εξαγωγή σωφρονιστήρων, την τοποθέτηση εμφυτευμάτων και τη χειρουργική αφαίρεση κύστεων. Στην εργασία αναφέρονται επίσης, οι διαθέσιμοι φαρμακευτικοί και χειρουργικοί τρόποι αντιμετώπισης των βλαβών, η επακόλουθη πρόοδος που μπορεί να παρατηρηθεί, καθώς και οι περαιτέρω μικροχειρουργικές επεμβάσεις, που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Συμπεράσματα: Η κάκωση του κάτω φατνιακού νεύρου είναι ένα σύμβαμα το οποίο συχνά μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια οδοντιατρικών πράξεων. Ωστόσο, ο οδοντίατρος έχει στη διάθεσή του αρκετά μέσα για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία ενός τέτοιου συμβάματος.
ΤΕΥΧΟΣ 3 – 5
ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΣΕ ΝΕΟΓΙΛΑ ΔΟΝΤΙΑ: ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΝΕΟΓΙΛΩΝ
Α. M. ΘEOΔOΣAKH, Κ. ΑPAΠOΣTAΘHΣ, Ε. ΚΩTΣIOMYTH
Εργαστήρια Προσθετικής και Παιδοδοντιατρικής, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΑΠΘ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 107-114
Εισαγωγή: Η χρησιμότητα των νεογιλών δοντιών στην ανάπτυξη του παιδιού τόσο σωματικά όσο και σε κοινωνικούς τομείς είναι γνωστή. Συχνά όμως αυτά χάνονται πολύ νωρίτερα της φυσιολογικής απόπτωσής τους, κυρίως λόγω τραυματισμού ή τερηδόνας. Για την προσθετική αντιμετώπιση των νωδών περιοχών που δημιουργούνται, έχουν προταθεί διάφορες συσκευές, ακίνητες ή κινητές, οι οποίες μιμούνται την φυσική οδοντοφυΐα και υποκαθιστούν τα δόντια που χάθηκαν μέχρι την ανατολή των μονίμων. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση της αντιμετώπισης ενός 4χρονου κοριτσιού το οποίο, λόγω πολυτερηδονισμού, υποβλήθηκε σε εξαγωγή 5 νεογιλών δοντιών της άνω γνάθου (#53-#62). Μέθοδος: Για την αποκατάσταση των εξαχθέντων δοντιών κατασκευάστηκε μια ακίνητη συσκευή τύπου Nance. Αυτή αποτελούνταν από ένα ανοξείδωτο σύρμα, διαμέτρου περίπου 1mm, όπου τοποθετήθηκαν ακρυλικά δόντια για να καλύψουν τη νωδή περιοχή. Η συσκευή στηριζόταν στα παρακείμενα της νωδής περιοχής δόντια (#55,#65), τα οποία είχαν καλυφθεί από προκατασκευασμένες στεφάνες ολικής κάλυψης. Μετά την τοποθέτησή της, έγιναν οι απαραίτητες τροποποιήσεις, ώστε να διασφαλιστεί η φυσιολογική στοματική λειτουργία καθώς και η υγεία των στοματικών ιστών. Αποτελέσματα: Η συσκευή κάλυψε αποτελεσματικά τις λειτουργικές και αισθητικές ανάγκες της μικρής ασθενούς για 10 μήνες, και εξασφάλισε την ομαλή ανάπτυξη της μόνιμης οδοντοφυΐας, όπως
έδειξε η μακροχρόνια παρακολούθηση, μέχρι την ενηλικίωση. Συμπεράσματα: Όταν έχουν χαθεί πρόωρα πολλά νεογιλά δόντια, η προσθετική αποκατάσταση, μέχρι την ανατολή των διάδοχων μονίμων, συμβάλλει στη διατήρηση της μασητικής λειτουργίας, την πρόληψη ορθοδοντικών προβλημάτων, την απρόσκοπτη ανάπτυξη της ομιλίας, την αποκατάσταση της αισθητικής, και την υποστήριξη της ψυχολογίας των μικρών ασθενών.
ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΑ ΑΡΧΕΙΑ