ΤΟΜΟΣ 47
ΤΕΥΧΟΣ 4 – 1
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΟ ΑΜΑΛΓΑΜΑ
Δ. ΔIΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 115-122
Ο σκοπός της βιβλιογραφικής αυτής ανασκόπησης ήταν η παρουσίαση των σύγχρονων απόψεων σχετικά με την επίδραση του Hg στην υγεία, καθώς και την ενημέρωση των οδοντιάτρων για τις νεώτερες εξελίξεις σε σχέση με τη χρήση του οδοντιατρικού αμαλγάματος. Το οδοντιατρικό αμάλγαμα χρησιμοποιείται με επιτυχία στην οδοντιατρική ως εμφρακτικό υλικό για περισσότερο από 160 χρόνια λόγω της ευκολίας τοποθέτησής του, της αντοχής του στην αποτριβή, του χαμηλού κόστους και της μακράς του παραμονής στο στόμα. Τα τελευταία χρόνια η χρήση του έχει ελαττωθεί σημαντικά για αισθητικούς λόγους και για τον προβληματισμό των ασθενών για πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία τους. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι το αμάλγαμα μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην
υγεία, οι οδοντίατροι θα πρέπει να γνωρίζουν για την απελευθέρωση υδραργύρου (Hg) και να μπορούν να εξηγήσουν στους ασθενείς ποιες είναι οι σύγχρονες απόψεις για το θέμα αυτό. Ο πιο γνωστός κίνδυνος για την υγεία από την πρόσληψη Hg, είναι οι δυσμενείς επιπτώσεις του στο νευρικό σύστημα (ΝΣ). Η δυνατότητα του Hg να περνά εύκολα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, επιτρέπει την είσοδό του στον εγκέφαλο και το κεντρικό ΝΣ. Το αποτέλεσμα της επίδρασης του Hg στον νευρικό ιστό μπορεί να είναι απομυέλωση, δυσλειτουργία του αυτόνομου ΝΣ, επιβράδυνση της αγωγιμότητας των αισθητικών νεύρων και μη φυσιολογική μετανάστευση των κυττάρων. Δύο σχετικά πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες αναφέρονται ως απόδειξη της ασφάλειας των εμφράξεων αμαλγάματος. Όμως, πολύ πρόσφατες επανεκτιμήσεις των αποτελεσμάτων τους έδειξαν ότι τα επίπεδα έκθεσης σε ατμούς Hg από εμφράξεις αμαλγάματος, μπορεί να μην είναι ασφαλή για ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες.
ΤΕΥΧΟΣ 4 – 2
Ο ΦΘΟΡΙΟΥΧΟΣ ΔΙΑΜΜΙΝΟΑΡΓΥΡΟΣ (SILVER DIAMMINE FLUORIDE -SDF) ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χ. ΜΠΑΛΑΣΟΥΛΗ, Σ. ΔΑΥΪΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ζ. ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, Ε. ΧΑΛΒΑΤΖΟΓΛΟΥ, Κ. ΑΡΑΠΟΣΤΑΘΗΣ, Α. ΑΡΧΑΚΗΣ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 123-134
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τον Φθοριούχο Διαμμινοάργυρο (Silver Diammine Fluoride- SDF), τις ενδείξεις και αντενδείξεις χρήσης του, το μηχανισμό δράσης, την τοξικότητα καθώς και την κλινική εφαρμογή και αποτελεσματικότητα του. Το SDF είναι ένα άχρωμο διάλυμα αμμωνίας που περιέχει άργυρο και ιόντα φθορίου. Η χρήση του αποσκοπεί τόσο στην πρόληψη και αναχαίτηση της τερηδόνας όσο και στην απευαισθητοποίηση της οδοντίνης. Η αλλεργία στον άργυρο ή/και στα βαρέα μέταλλα, η εγκυμοσύνη ή η ένδειξη πολφικής φλεγμονής, αποτελούν αντενδείξεις για την εφαρμογή του. Η έρευνα για το
μηχανισμό δράσης του SDF έχει προσανατολιστεί σε τρεις κύριες κατευθύνσεις που αφορούν την απόφραξη των οδοντινοσωληναρίων,
τη μικροβιοστατική του δράση και την επαγωγή επανασβεστίωσης της αδαμαντίνης και οδοντίνης. Καμία αναφορά οξείας τοξικότητας μετά από χρήση SDF δεν υπάρχει, ωστόσο, η εφαρμογή του πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και αυστηρά πρωτόκολλα. Η αποτελεσματικότητα του SDF έχει καταγραφεί σε συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις. Στα μειονεκτήματα του SDF συγκαταλέγονται η μαύρη χρώση των τερηδονισμένων βλαβών, αλλά και του δέρματος και των ρούχων μετά από επαφή, καθώς και ο πιθανός ερεθισμός των ούλων και του βλεννογόνου του στόματος. Προκειμένου να προληφθεί η μαύρη χρωστική των επιφανειών που εφαρμόζεται, ο Φθοριούχος Διαμμινοάργυρος συνδυάζεται με το ιωδιούχο κάλιο (SDFKI).
ΤΕΥΧΟΣ 4 – 3
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΥΛΙΚΟ ΘΑΛΑΜΟ (ENDOCROWNS) ΓΙΑ ΕΝΔΟΔΟΝΤΙΚΑ ΘΕΡΑΠΕΥΜΕΝΑ ΔΟΝΤΙΑ
Μ. ΤΣΙΑΦΙΤΣΑ, Ο. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Ο. ΝΑΚΑ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 135-140
Η χρήση των στεφανών ολικής κάλυψης σε συνδυασμό με την τοποθέτηση ενδορριζικού άξονα και δημιουργία ψευδοκολοβώματος αποτελούσε για πολλά χρόνια τη θεραπεία εκλογής για την αποκατάσταση των ενδοδοντικά θεραπευμένων δοντιών. Τα αυξημένα ποσοστά αποτυχίας λόγω καταγμάτων ή διατρήσεων οδήγησαν στην αναζήτηση λιγότερο παρεμβατικών τεχνικών. Η οδοντιατρική ελάχιστης παρέμβασης και η εξέλιξη των τεχνικών συγκόλλησης, έστρεψαν το κλινικό ενδιαφέρον προς τις έμμεσες αποκαταστάσεις με επέκταση στον μυλικό θάλαμο (endocrowns). Κάτω από αυτό το πρίσμα, η παρούσα ανασκόπηση είχε ως στόχο την παρουσίαση των σύγχρονων ερευνητικών δεδομένων σχετικά με τις συγκεκριμένες αποκαταστάσεις. Πραγματοποιήθηκε αναζήτηση σε βάσεις δεδομένων χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους όρους ευρετηριασμού και προκαθορισμένα κριτήρια εισόδου και αποκλεισμού. Η τελευταία αναζήτηση πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2019. Από τα 327 άρθρα που αρχικά εντοπίστηκαν, προέκυψαν 37 μελέτες. Έχοντας κατά νου ότι η πληροφορία βασίζεται σε μικρό αριθμό κλινικών εργασιών, η αποκατάσταση των ενδοδοντικά θεραπευμένων δοντιών
με “endocrowns” αποτελεί βιώσιμη λύση, η οποία εναρμονίζεται με τις ανάγκες τόσο της αισθητικής όσο και της διατήρησης και ενίσχυσης της υπάρχουσας οδοντικής δομής.
ΤΕΥΧΟΣ 4 – 4
ΚΡΟΤΑΦΟΓΝΑΘΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Δ. ΤΟΡΤΟΠΙΔΗΣ
ΣΤΟΜΑ 2019; 47: 141-150
Με τον όρο κροταφογναθικές διαταραχές (ΚΓΔ) χαρακτηρίζουμε το σύνολο των παθολογικών καταστάσεων, οι οποίες προσβάλλουν τους μασητήριους μύες, τις κροταφογναθικές διαρθρώσεις (ΚΦΓΔ) και τις παρακείμενες ανατομικές δομές, ξεχωριστά ή όλα μαζί. Η αιτιολογία των ΚΓΔ θεωρείται πολυπαραγοντική, με διάφορους ανατομικούς, νευρομυϊκούς, ψυχολογικούς, συστηματικούς και γενετικούς παράγοντες να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτών των διαταραχών, στα πλαίσια ενός βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου που ισχύει για τις μυοσκελετικές παθήσεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η κριτική βιβλιογραφική ανασκόπηση των νεότερων επιστημονικών δεδομένων σχετικά με τη διάγνωση και τη συντηρητική αντιμετώπιση των κροταφογναθικών διαταραχών. Για την διάγνωση και ταξινόμηση των ΚΓΔ καθιερώθηκε, πρόσφατα, το τυποποιημένο και επικυρωμένο κλινικό πρωτόκολλο των Ερευνητικών Διαγνωστικών Κριτηρίων για ΚΓΔ (ΕΔΚ/ΚΓΔ) που δομήθηκε σε δύο άξονες: Άξονας Ι (ιστορικό και κλινική εξέταση) και Άξονας ΙΙ (ψυχοκοινωνική κατάσταση) του ασθενή. Με βάση τα ευρήματα από το ιστορικό και την κλινική εξέταση, οι ασθενείς με ΚΓΔ κατατάσσονται σε 3 ομάδες: Ομάδα Ι με μυϊκές διαταραχές, Ομάδα ΙΙ με πρόσθια παρεκτόπιση του διάρθριου δίσκου και Ομάδα ΙΙΙ με αρθρικές διαταραχές. Το νεότερο, αναθεωρημένο πρωτόκολλο των Διαγνωστικών Κριτηρίων για Κροταφογναθικές Διαταραχές (ΕΔΚ/ΚΓΔ)είναι, επίσης, κατάλληλο για αξιόπιστη και έγκυρη διάγνωση των ΚΓΔ τόσο στην κλινική πράξη, όσο και στην έρευνα. Η αντιμετώπιση των ΚΓΔ με συντηρητικά μέσα (νάρθηκας σταθεροποίησης, ασκήσεις κινησιοθεραπείας, ψυχολογικές μέθοδοι, φάρμακα, εφαρμογή laser χαμηλής συχνότητας και θεραπευτικού υπερήχου) στοχεύει στον έλεγχο και στη μείωση του πόνου καθώς και στη βελτίωση της λειτουργίας της κάτω γνάθου και των μασητήριων μυών. Η αντιμετώπιση των επώδυνων συμπτωμάτων των ασθενών με ΚΓΔ με τη συνδυαστική χρήση των συντηρητικών θεραπευτικών μεθόδων είναι επαρκώς ικανοποιητική.
ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΑ ΑΡΧΕΙΑ